|
παθ. αόρ. от επαναθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επανετέθην? — — συσπείρωση — υποστήριγμα — οπισθενεργητικός — αρμονίζω — ιστιοφόρο — ξυλόβιδα — απρόφθαστος — πολυκέφαλος — καμάρωση — αλφαβητισμός — υποθάλπω — συγκάηκα — σφουγγαρίστρα — οπισθοδρομώ — αυτοθέρμανση — νεγροειδής — εξωθερμικός — απεικαστικός — πραγματικότητα — πλούσιος — ρεύομαι |
|||