|
спасательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасательный? — διασωστικός как с (ново)греческого переводится слово διασωστικός? — спасательный — περιγελώ — μεγαλόψυχος — φελλί — διαπράττω — επιβλητικότητα — κακόθυμος — πουρναρήσιος — αργυροϋφής — στρούγκος — εκριζωτής — πετράδι — αιματοσπερμία — δραγατσά — ξορκίστρα — δρακόντι — σκορποχέρα — αστάχωτος — σπληνογραφία — διασταυρούμενός — χελιδονοφωλιά — μικρομύκητας |
|||