|
добровольный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добровольный? — εκούσιος как с (ново)греческого переводится слово εκούσιος? — добровольный — ροτόντα — αλεβάντιαστος — αξελόγιαστος — πεντάκλωνος — βαρογράφος — ρωμανιστής — φιλάλληλος — λόγιασμα — βιδωτήρι — καταπιέζω — συνηθίζω — χυτήρ — μασκάρεμα — αμερεμέτιστος — ριζοσπάστης — συμπεθεριακός — πανηγυρικά — περιποιητικά — σπονδυλοαρθρίτιδα — εκφόβηση — σωτήριος |
|||