|
чесаться; === άϊ ξύσου! — [phrase]а ну, проваливай![/phrase]; αλί του πού δέν έχει νύχια νά ξυστεί — погов. [phrase]горе ваше(__,__) что без масла каша[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чесаться? — ξύνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξύνομαι? — чесаться — πυελοκαλυκικός — υπερπηδώ — επιορκώ — τολύπη — οκταπύρηνος — δερμοπάβεια — προσθετός — παιδεμός — οικονομική — κομίστρια — εκκολάπτω — ξεπαραδιάζομαι — θωρακωτός — περουβιανός — αγράμπελη — δασμολογώ — βυθοκορήματα — παρεγκεφαλίτιδα — συργουλιά — καρνάβαλος — νεκρομαντείο |
|||