ξύνομαι

формы словаβ
ξύνομαι
чесаться;

===
          άϊ ξύσου! — [phrase]а ну, проваливай![/phrase];
          αλί του πού δέν έχει νύχια νά ξυστεί — погов. [phrase]горе ваше(__,__) что без масла каша[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово чесаться? — ξύνομαι
как с (ново)греческого переводится слово ξύνομαι? — чесаться


πυελοκαλυκικόςυπερπηδώεπιορκώτολύπηοκταπύρηνοςδερμοπάβειαπροσθετόςπαιδεμόςοικονομικήκομίστριαεκκολάπτωξεπαραδιάζομαιθωρακωτόςπερουβιανόςαγράμπεληδασμολογώβυθοκορήματαπαρεγκεφαλίτιδασυργουλιάκαρνάβαλοςνεκρομαντείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit