Новогреческий словарь
σκαμνί
σκαμνί
το
скамейка
;
===
καθίζω στό ~ — оказываться на скамье подсудимых
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
скамейка
? —
σκαμνί
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκαμνί
? — скамейка
#
(ново)греческий словарь
—
ολόγλυκος
—
τσιρίζω
—
περίζωσμα
—
γλυκανθής
—
κρυάδα
—
μελανίαση
—
παγκρεατίτιδα
—
ακρωμία
—
αρχιγένεση
—
απαλυντικός
—
εξαφανισμός
—
αναμειγνύω
—
φυματικός
—
ξωτάρης
—
αλαφροχειμωνιά
—
υπερακοντίζω
—
αποθαυμάζω
—
πλεούσα
—
τετράτομος
—
παρασκευαστής
—
αμείλικτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве