|
το скамейка; === καθίζω στό ~ — оказываться на скамье подсудимых #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скамейка? — σκαμνί как с (ново)греческого переводится слово σκαμνί? — скамейка — ακίς — αποδεικτός — μουζίκος — γόμφωση — δασκαλοσύνη — παιδικάτα — βωμολόχος — ξεστούπωμα — χαμπάρι — βραδύ — γεωπόνος — τσόντα — ματα- — ψευτιά — εκτόξευση — ιδανικότητα — δεκαοκτώ — παγοδρομικός — έλιξ — πασσαλίσκος — πλεύριση |
|||