|
мой; ο ~ οίκος — [phrase]мой дом[/phrase]; τά εμά — [phrase]моё, принадлежащее мне[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мой? — εμός как с (ново)греческого переводится слово εμός? — мой — καλοκοιτάω — πριμάτος — ακτίνιον — περίπτερος — σκλιμίτσα — παρατροπή — φραχτικά — τρίψιμο — ενορία — τριχίας — τοιχωρυχία — προκρίνω — ανάστροφος — σπουδαγμένος — καβαλλάω — πληροφορούμαι — χαρτωσιά — ακατόρθωτος — καταυλίζομαι — δεκαήμερο — δημοσιογραφισμός |
|||