Новогреческий словарь
αιτιοκρατία
αιτιοκρατία
η филос.
детерминизм
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
детерминизм
? —
αιτιοκρατία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιτιοκρατία
? — детерминизм
#
(ново)греческий словарь
—
αλάτισμα
—
ιδρύω
—
αθωωτικός
—
αρτοδοτώ
—
εμβρυολογία
—
κέδρινος
—
πλεξιά
—
Χιονοπόλεμος
—
κουβάλημα
—
προσκύρωση
—
μαέστρος
—
στυλοπάτι
—
αυτοβαφής
—
κορυφαίος
—
χαραμοφάης
—
πολυδουλεμένος
—
εγχυματικός
—
χτενιά
—
προσθήκη
—
βεγγαλέζικος
—
καπνοβιομηχανία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве