|
створаживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово створаживать? — τυροποιω как с (ново)греческого переводится слово τυροποιω? — створаживать — έπιπλο — πεντηκονταπλασιάζω — παρακυλιέμαι — υπερατλαντικός — πιθανόν — φωναχτός — γραφικά — χειλοπλαστία — μνηστή — προσβλημένος — ασηψία — τρελόπαιδο — χρυσορραπτικός — τσακαλόλυκος — ακόσσιτος — χουμώ — ίβις — καπνοδόχος — διυλιστήριο — ανεμώνα — ψηφιακός |
|||