|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εύνομος? — — κατεργασία — καυσαέριο — σωρός — πρωταίτιος — σεκλέτισμα — ατροφώ — ντό — αποχύνω — βουτυροειδής — θαυματουργώ — μακαρονάδα — εκπλύνω — θεληματικά — κύρτωση — γλωσσίτης — αγάμητος — κυτταρολόγος — τετράπαχος — έγκλειστος — καταλαλητό — κοτζάμ |
|||