|
тихонько, мягко, слегка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тихонько? — ανάχλι как на (ново)греческом будет слово мягко? — ανάχλι как на (ново)греческом будет слово слегка? — ανάχλι как с (ново)греческого переводится слово ανάχλι? — тихонько, мягко, слегка — στενάχωρος — ανακαμπή — ελαφρόνοια — φυγοδικέω — αφοριστικός — απόστημα — βραδυπλοώ — εξομολογητήριον — λίγδωμα — δασμολογία — ρουμπώνω — μεσοσαράκοστο — εξερεθιστικός — εικονίδιο — ακρανιά — ανομοιογενής — τυλώνω — ξεστραβώνομαι — απασσάλωτος — ασυζητητί — αδενοϋπόφυση |
|||