Новогреческий словарь
επίμορτος
επίμορτ|ος
издольный
;
~ καλλιεργητής — издольщик
~ καλλιέργεια — издольщина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
издольный
? —
επίμορτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επίμορτος
? — издольный
#
(ново)греческий словарь
—
αντιβεντετικός
—
μεσολαβητικός
—
ταχεία
—
στομαχάκι
—
εκλείπω
—
φίλιππος
—
μανουβράρω
—
σεμιγδαλένιος
—
εξωβιολογία
—
καλοκαίριασμα
—
κακοκάμωτος
—
αδάνειστος
—
εκδίκηση
—
χαρακτηρολογία
—
ρηθείς
—
υδροχόη
—
στηθούρι
—
βητατρόνιον
—
επιτελάρχης
—
αντιπρότασις
—
αφιλοξένητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве