|
η старший повар, шеф-повар (женщина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старший повар? — αρχιμαγείρισσα как на (ново)греческом будет слово шеф-повар? — αρχιμαγείρισσα как с (ново)греческого переводится слово αρχιμαγείρισσα? — старший повар, шеф-повар — πάψη — αγαμία — δεσποινίδα — αβοήθητος — ακουλλούριαστος — παρωτίδα — κατώτερος — μονοκομματικός — επανάκτησις — εγωπαθής — ερήμασμο — αηδονόπουλο — ισάκις — πηλοπλαστική — σεληνογράφος — αληθοεπής — ελκτικός — συναυξάνω — αποτεμαχισμός — αντισχέδιο — χοντροκαύκαλος |
|||