Новогреческий словарь
κορυφάς
κορυφάς
(-άδος) η
побег растений
(особенно тыквы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
побег растений
? —
κορυφάς
как с
(ново)греческого
переводится слово
κορυφάς
? — побег растений
#
(ново)греческий словарь
—
σημιτζής
—
στιλπνότητα
—
ανθρακοδόχη
—
τελμάτωση
—
λογοκοπώ
—
εφέτης
—
αταρίχευτος
—
αναβαστάζω
—
πλευροειδής
—
βδελυρά
—
συσχέτιση
—
αντισοβιετικός
—
φρουρά
—
απαρέγκλιτα
—
ζαχαροποίηση
—
μεσοφούστανο
—
ζευγολοτιό
—
γναφικός
—
λιμενοδείκτης
—
σανιδάδικο
—
αλήθεμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,