|
(-άδος) η побег растений (особенно тыквы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово побег растений? — κορυφάς как с (ново)греческого переводится слово κορυφάς? — побег растений — φιλιότσα — υμνολόγημα — σύσπαστος — απαλογέρνω — χριστιανοσύνη — κομμάτιασμα — μπέκ — αντισεισμικός — αμερικανοκρατούμενος — νήξις — φαγγρί — προφήτεμα — οφειλόμενος — δίγνωμος — φαφλατάς — αντικρίζω — επώδυνος — θωρακωτός — καλαθοπλεκτηκή — γιάμπολη — δεκαεξάκις |
|||