|
1. виновный; 2. (о) виновник; ο ~ τής συμφοράς — виновник несчастья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово виновный? — αίτιος как на (ново)греческом будет слово виновник? — αίτιος как с (ново)греческого переводится слово αίτιος? — виновный, виновник — καμαρώ — τσομπάνος — εκτροπίας — συλληπτήριος — εκκρουστικός — ενενήκοντα — βλαχοχώρι — αντιπροσκαλώ — επιτειχίζω — γουώτερ-πόλο — ραφιδογράφος — ξεποδαριασμένος — εκατοστίζω — φαρμακοληψία — παγωμάρα — φτιάση — γλυκανεβαίνω — αποκρυπτογραφώ — χειροκρότηση — στενοσχιδής — χαλκωρυχείο |
|||