|
оцинковывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оцинковывать? — ψευδαργυρώνω как с (ново)греческого переводится слово ψευδαργυρώνω? — оцинковывать — ουροδοχείο — ζάρω — κάθαρμα — σαφήνεια — ξύνω — πουτσοσκάμπηλο — καρνάβαλος — βρούχος — ερήμαγμα — προγάστορας — ομοιωματικός — μπαλλόνι — οικολογικός — εσωτερικώς — μαλάσσω — βλαχοκαλύβα — επευφήμηση — κνήμη — άνυδρος — συμπεπιλημένος — ηγουμένισσα |
|||