|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μετρικά? — — νταντά — πέργουλα — αυτοχρωμικός — πατήθρα — νεροκολοκύθα — οξύχολος — επανωσένδονον — δίπορτο — πολυσέβαστος — άπωση — αζώτωση — συγκάλεση — προκαρυωτικό — αλυσώνω — θόλωμα — παράσταση — απαγορευτικός — συγκρίσιμος — γομολάστιχα — βιρτουόζος — μετατόπισμα |
|||