|
η твердолобость, упрямство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово твердолобость? — σκληροκεφαλιά как на (ново)греческом будет слово упрямство? — σκληροκεφαλιά как с (ново)греческого переводится слово σκληροκεφαλιά? — твердолобость, упрямство — υποδεέστερος — ξενύχτης — φτωχοποιώ — θέρισμα — εκπνοή — Αγγλικανικός — γεροντόπαχα — απαρασάλευτος — στημονιάζω — σακκοβελόνη — σύριγξ — γουστάρω — αχή — προφήτης — συμπερασματικός — διασπάθιση — τάγισμα — μονάς — ασυγκέραστος — συβαριτικός — κοστίζω |
|||