|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδολεσχώ? — — λούζω — γιώνω — κωδωνοστάσιο — εξάτροχος — κρατικοποίησις — θρούμπα — επιχωμάτωση — πνευματίστρια — πυρηνόλαδο — ανασυνθέτω — γιδάρης — ακριβοπουλώ — ξυστός — διάλεγμα — μπανιστής — πολυθρόνα — λάμδα — αυτοαναφλέγομαι — νήχομαι — ενοικιάζω — υποστάθμη |
|||