|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διοριζόμενος? — — αγωνοθεσία — οχυρωματικός — μαγνητοχάλυψ — ηλεκτροκινητική — βρεχούμενος — κουτσάβλος — γενικά — πρωτογονισμός — αυτοκέφαλο — μποτσάρισμα — οροδοσία — λαχανόκηπος — σκουντούφλης — δεκράνι — γόμα — φεγγαροβραδιά — μαχμουρλίδικος — εύθετος — βλοσυρότης — φραγκολεβαντίνα — ρουμανικός |
|||