|
η паровой свисток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паровой свисток? — ατμοσφυρίχτρα как с (ново)греческого переводится слово ατμοσφυρίχτρα? — паровой свисток — προκαθορίζω — σπάρσιμο — καταβολή — σιχαμερός — δερματικός — ισχιάς — ευμετάβλητος — μεζεκλίκι — τσιγγούνα — μαλαματοκάπνισμα — αυτοσαρκαστικός — ρέντα — λιανέμπορος — παντζάρι — αθεατρίνιστος — αραχίδα — υποσμηνίας — ιεροδιδάσκαλος — βέμβιξ — ιππευτική — φωταύγεια |
|||