εναπομένω

формы словаβ
εναπομένω
(αόρ. εναπέμεινα) оставаться;
          ουδεμία ελπίς μάς ~έμεινε πλέον — [phrase]у нас не осталось никакой надежды[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово оставаться? — εναπομένω
как с (ново)греческого переводится слово εναπομένω? — оставаться


δοκούνθειάφηαλτρουιστικόςανδρόγυνοςαζευγάρωτοςπαιδαγωγικόςδιεξάγομαιβάδισηαναδιπλώπερδικούλαποδιάπεφυσιωμένοςφαλλιρίζωυδροτεχνικήαντάπηξεγκαυστοςαλοθήκιαναποφασιστικότητααντιπρόσωποςγινατεμένοςσπορείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit