|
(αόρ. εναπέμεινα) оставаться; ουδεμία ελπίς μάς ~έμεινε πλέον — [phrase]у нас не осталось никакой надежды[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оставаться? — εναπομένω как с (ново)греческого переводится слово εναπομένω? — оставаться — δοκούν — θειάφη — αλτρουιστικός — ανδρόγυνος — αζευγάρωτος — παιδαγωγικός — διεξάγομαι — βάδιση — αναδιπλώ — περδικούλα — ποδιά — πεφυσιωμένος — φαλλιρίζω — υδροτεχνική — αντάπηξ — εγκαυστος — αλοθήκι — αναποφασιστικότητα — αντιπρόσωπος — γινατεμένος — σπορείο |
|||