|
польский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово польский? — πολωνέζικος как с (ново)греческого переводится слово πολωνέζικος? — польский — συναινετικός — λώβα — ληστοπραξία — μυθολόγος — παρακοή — μειοδότης — ιδρωτίλα — αντισκόβω — τάρταρα — κειρία — γεροντογράδιο — υγροποιήσιμος — γινάτι — μουτράκλα — δεκάμηνος — ραδιοβιολογία — δάγκαναρι — ζούλια — αποσταφιδώνω — αντίον — εικασία |
|||