|
ослаблять, отпускать (натянутую верёвку и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослаблять? — ξετεντώνω как на (ново)греческом будет слово отпускать? — ξετεντώνω как с (ново)греческого переводится слово ξετεντώνω? — ослаблять, отпускать — υπότρομος — ερημωτικός — μαγχεστριανός — εκγερμανίζω — πλοηγικός — τροχείο — χοντρογούρουνο — νεόλεκτος — ανύπνια — κηδεστής — λιγώτερο — αλαζονικά — χλιαρότητα — εγρετής — καλοφκιασμένος — ζωολάτρης — περιδίνηση — εγκάθετος — ισπανικός — ανάκανθος — διαπλέω |
|||