|
срочно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово срочно? — κατεπείγον как с (ново)греческого переводится слово κατεπείγον? — срочно — αντικαταλλαγή — σταθήτε — μεγαλοπραγμοσύνη — μουντζαλιά — συμμέτοχος — βουρβουλιά — γολέτα — μονοκάμαρα — κονφερασιέ — αγρότης — απόστραβος — συχνοπηγαίνω — ληστοτρόφος — ζουρλαμάρα — ξυπάζομαι — διαλογιστικός — τύπισσα — σαξονικός — μαντεμτζής — ζωολόγος — αλογάκια |
|||