Новогреческий словарь
γερόκοτα
γερόκοτα
η
старая курица
(тж. о женщине);
αξίζει μιά ~ γιά δέκα πουλακίδες — погов. [phrase]старая курица десяти молодых стоит[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старая курица
? —
γερόκοτα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γερόκοτα
? — старая курица
#
(ново)греческий словарь
—
εκκρούω
—
ξεστρατίζω
—
πλατύρρινος
—
κατουρλιό
—
μανικετόκουμπο
—
ποντικίνα
—
αξιώνω
—
καλωδιώνω
—
τσεπάκι
—
εμβρυοθυλάκιον
—
σημαντικότητα
—
αξαλάφρωτος
—
πείσμωμα
—
δενδρώνας
—
χήνειος
—
λαχανοπωλείο
—
γλυκάκιας
—
παρεμβατισμός
—
ροδοκόκκινος
—
πλήρωμα
—
εκνευριστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве