|
волочильный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово волочильный? — συρματουργικός как с (ново)греческого переводится слово συρματουργικός? — волочильный — μοστράρω — σακκουλεύομαι — συριγμός — βόχα — κνησμώδης — άρα — αυτοσχεδίασμα — προχώρηση — γραιγοτραμουντάνα — ακατακρήμνιστος — γυναικολογία — αργητός — μοσχαρήσιος — μεσημερίαζω — πετούμενο — νοσηρά — τερηδών — πάπια — σταυρωτά — γλυκοκοιμίζω — οινοπνευματομέτρηση |
|||