|
плиссировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плиссировать? — πλισσάροι как с (ново)греческого переводится слово πλισσάροι? — плиссировать — διορθώσεις — παγιασόν — συρμακέσης — έπεται — ρυτιδιάζω — διηλεκτρικότητα — καλάγκαθο — σταγόνα — αγαύη — μετάνια — υποχρεωμένος — ανάξεση — σχηματίζω — ατμοπλοία — ωογένεση — χειρονομία — πορνόσπιτο — γεωγράφος — ειδική — ονοχοκόπτης — καλλιεργητικά |
|||