|
(-όντος) τό физ. анион #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово анион? — ανιόν как с (ново)греческого переводится слово ανιόν? — анион — ξαπλάρω — ραδιοτηλέφωνο — σύννομος — αναλφαβητισμός — ψαρόνι — ζαμάνι — αστροφεγγιά — μερίκευση — ανώτερος — περιστρέφω — διψήφιος — σεισμολόγος — εμπορορραφείον — εμπαθώς — στέγνα — ντροπιάζω — απούντο — ραιβόκρανο — προωθητικός — αριστεροποιημένος — παραμυθού |
|||