|
сезон #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλατοπιπερώνω? — — καθιερώνω — ανελεήτως — υπνοβασία — προτονίς — ετερότης — ιερουργώ — ουροποιητικός — άσφαλτο — θεριακώνω — αδράνεια — σαγγηνεύω — ξετιμητής — γνέφι — επιθυμητός — αγκωνούλα — αντίποινο — μαραγκούδικο — σιδηροβιομηχανία — λαχανάς — μετζήτι — φθείρ |
|||