|
мор. : ~ άγκυρα — закреплять якорь на борту судна #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μασχαλίζω? — — απονωρίς — βέλτιστος — κατάχρηση — βαρδάρης — κατευθυντήρας — μπρούμυτος — κλινοσανίδα — αβροχιά — στρόφαλο — φαλακρός — αγριοπιπεριά — αντίχαρα — κλαψιάρικος — κοπάνα — ανεστιότης — αζίδιο — αμερικανόφιλος — εναπόθετος — στήριξη — σκέλεθρο — χαρτοκόπτης |
|||