|
το : ~ χρώμα — серебристый цвет #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασημί? — — ζητωκραυγή — γυφτάκος — κατουρογυάλι — ζωοπάζαρο — συμπυκνωμένος — τσιχλογέρακο — ασυντάρακτος — μαθεύομαι — επτάτομος — κιότεμα — αποσβεννύω — ασυγκάλυπτος — δίχρωμος — καπναποθήκη — εκλεκτικός — αρρωστώ — έλιπον — κοτσονάτος — αγύμναστος — αλατένιος — τσελικώνω |
|||