|
η овод; слепень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овод? — αλογόμυγα как на (ново)греческом будет слово слепень? — αλογόμυγα как с (ново)греческого переводится слово αλογόμυγα? — овод, слепень — φακελώνω — γλυκοχαιρετίζω — χαλνώ — ιερακιδέας — χρήζω — κώκ — μεσοσαράκοστα — στυπειοθλίπτης — αλλοί — μπιρμπιλομάτης — μετεώριση — βίντσι — ξετσίπωτος — στερεομετρία — ετού — απολουσίδι — ξεθερμίζω — νομισματολογία — διπλοφουρνιστός — παλαβώνω — πνευματικότητα |
|||