|
ο клоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клоп? — κορέος как с (ново)греческого переводится слово κορέος? — клоп — πανοσιότητα — αιματίσιος — κηδεία — γενναριάτικος — διαπίδυση — τετράκις — αλυσίδετος — εξολκεύς — σημαιοστολίζω — επιβεβαιωμένος — αγρυπνία — πεταύρωση — τουρκόσπερμα — αιμοπλαστικός — αστακόχρωμος — ύστερος — δημοτικίστρια — εφοριακός — κουτάλα — οδοντοφυία — επέβην |
|||