|
ΙΙ τό знак (головой, глазами, рукой); жест; κάνω ~ — подавать знак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знак? — γνέμα как на (ново)греческом будет слово жест? — γνέμα как с (ново)греческого переводится слово γνέμα? — знак, жест — μουνούχος — κυνικότης — Τηλέμαχος — ταβερνιάρης — αλληλοδιάδοχος — ελγίνεια — υπονομευτικός — καταρράχτης — δικαιοσύνη — γιουχάϊσμα — σιτάρκης — μαραθώνιος — αθροιστήρας — περισώζομαι — πυοδερμίτιδα — κυτταρογενετιστής — βυζαντινός — εισέφρησα — σπονδυλωτός — λουμινάλ — σπιρτοθήκη |
|||