|
доводящий до отупения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доводящий до отупения? — αποβλακωτικός как с (ново)греческого переводится слово αποβλακωτικός? — доводящий до отупения — ανεκκαθάριστος — πλαστήρι — πεθερός — σταβλίτης — επιθαλάσσιος — λουτρό — τετραπληγία — ανουρία — αυτογονία — προλετάριος — μουλώνω — εβραϊκή — χωριάτης — επιστρατεύομαι — καρδιοκλέφτρα — προγραμματικά — μπρούμυτα — άστοχος — κατάφωρα — διέξοδος — παραθερίστρια |
|||