|
ο прям., перен. ореол; ~ τής δόξης — ореол славы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ореол? — φωτοστέφανος как с (ново)греческого переводится слово φωτοστέφανος? — ореол — αφυπνίζομαι — ξιπασιάρης — αιθύλιο — εξωσκελετός — παίζω — ολάρφανος — επιδρομέας — συναλοιφή — αναβάνω — αγιάζι — οργανικισμός — μηδισμός — μεταλλόφωνο — πυρολατρεία — χωροδεσπότης — στολαρχία — ενηλικιούμαι — βουλκανιζατεράς — φρεατοτύμπανον — γλυκοχαιρέτισμα — αποσκεπαστός |
|||