|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρωτυτερινός? — — αποθαμάζω — εντερικά — κωμωδώ — ρευματισμός — πρότυπο — δαψιλώς — υπαξιωματικός — μίσθιο — απολλύομαι — περπάτημα — γλιτωμός — αναφαντός — ορθολογιστικός — αντιφάσκω — αποδιωγμός — γλυκοζαχαρένιος — δρεπανιστής — έπαλξη — ανταπεργώ — πυροηλεκτρικός — πήγα |
|||