Новогреческий словарь
σταθεροποιητικός
σταθεροποιητικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταθεροποιητικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καθιερωμένος
—
τρεχάτα
—
συνεταιρισμένος
—
τσιγγούναρος
—
σχολή
—
προσφυγίνα
—
λοφάκι
—
δειλιώ
—
κυριολεκτικός
—
ανθρωπομάζωμα
—
χιονοσκεπής
—
δανειολήπτρια
—
ιδεώδες
—
κουκουναριά
—
ψυχροθεραπεία
—
στόρηση
—
περιπαικτικός
—
υπαρξιακός
—
σουβλερός
—
κουμανταδόρος
—
κατενθουσιασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве