|
царапать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово царапать? — γρατσουνώ как с (ново)греческого переводится слово γρατσουνώ? — царапать — χώρηση — κισσοφούντωτος — ορείχαλκος — λουόμενος — υγειολογία — ρίζωμα — τσιγκούνης — καστανόσουπα — ένθλιψη — πληρεξούσιος — ολόθυμος — πατριαρχώ — οντουλάρω — αεροπορία — λευκόν — προαγοραστής — εισαγώγιμος — σφαλερός — ανδριάντας — αίτιος — γενναιοπρέπεια |
|||