|
вышеуказанный, вышеупомянутый; τά ~α — сказанное выше #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вышеуказанный? — ειρημένος как на (ново)греческом будет слово вышеупомянутый? — ειρημένος как с (ново)греческого переводится слово ειρημένος? — вышеуказанный, вышеупомянутый — βλίτα — μορφογένεση — χαχανίζω — ηλιολάτρισσα — πιθανολογία — ερυθραιμία — γαργάλισμα — διαρρήδην — αριθμογραφικός — οικοσημολογία — φάρα — διαλογιστικότητα — σώζομαι — αμουσία — δενδρούλι — καταπιεστής — φαρμακόγλωσσος — διερμηνευτικός — δυσδιοίκητος — Αφγάν — ευτραφής |
|||