|
раздвоённый; вилообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздвоённый? — δίσκελος как на (ново)греческом будет слово вилообразный? — δίσκελος как с (ново)греческого переводится слово δίσκελος? — раздвоённый, вилообразный — πολυμιλώ — αποχρωμάτισμός — καλλιτεχνικός — δαιμονικό — αλάνθαστος — χρωστούμενος — ανακινώ — κειμηλίαρχος — γνοιαστικός — αδίσταχτος — δρύινος — οκτακοσιοστός — λαμποκόπι — γαστρεντερικός — μισοσαράκοστο — μικροβιολόγος — όμικρον — ενοχή — κατραμάς — ανθοκάνιστρο — πελαγήσιος |
|||