Новогреческий словарь
μπακαλόπουλο
μπακαλόπουλο
το
мальчик в продуктовой лавке
(о подростке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мальчик в продуктовой лавке
? —
μπακαλόπουλο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπακαλόπουλο
? — мальчик в продуктовой лавке
#
(ново)греческий словарь
—
ρινίτις
—
εξηντάρισσα
—
αει-
—
πλουτώνειος
—
κλαδωτός
—
τούνδρα
—
ξεφωνημένος
—
φατνιακός
—
διασκεδαστικός
—
φουσκάλιασμα
—
ημερήσιος
—
λογχισμός
—
θα
—
υπομάσχαλος
—
μεγαλοφάνταστος
—
συνεταιρισμένος
—
οφθαλμιώ
—
αναψυκτικό
—
δυσφημίζω
—
αλήθευση
—
ηδύποτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω