|
ресничный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ресничный? — βλεφαριδικός как с (ново)греческого переводится слово βλεφαριδικός? — ресничный — κεφαλαιοκρατικά — κρέξ — μυγοσκοτώστρα — βύζουνας — ξιφοθήκη — σακιδιοθήκη — ξεσφίγγομαι — ονομαστικό — παραπλώνω — ενισχυτής — πολλαπλάσιο — ξαναμαθαίνω — εξερέθιση — πένομαι — πλουτοκρατικός — όρχος — φρυμάζω — κλούβιασμα — αυτογεμής — ανευχαριστιά — γενίκεψη |
|||