Новогреческий словарь
εγχυματογενής
εγχυματογεν|ής
мед.
инъекционный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инъекционный
? —
εγχυματογενής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγχυματογενής
? — инъекционный
#
(ново)греческий словарь
—
ψιψίρισμα
—
κατακεραυνώνω
—
νωρίς
—
πολύπαθος
—
μαλαματικό
—
χρηματαγορά
—
αρχαιοσυλλέκτης
—
άστε
—
λαφάκι
—
εξόπλιση
—
τρύπιος
—
παλιούρα
—
χιονάκι
—
αρχιερατείο
—
άναρθρος
—
βάπτω
—
προμηθευτικός
—
γαλατάς
—
ύσγινος
—
τεινεσμός
—
βαλτονερουλιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,