|
мед. инъекционный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инъекционный? — εγχυματογενής как с (ново)греческого переводится слово εγχυματογενής? — инъекционный — ασαράντιστος — αδεκάτιστος — εκδυση — χαλυβικός — κάλπισσα — αιματολογικός — στουπιάζω — λοφίον — φόρτος — τριτεγγυητής — οβίδα — χάνι — δεκατετραέτης — αποβιβαστικά — δεκαεπταέτης — επιφέρων — εθνότητα — κραμπολάχανο — εύσημο — παράλειψη — διακόλληση |
|||