|
ο ушиб, синяк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ушиб? — μώλωψ как на (ново)греческом будет слово синяк? — μώλωψ как с (ново)греческого переводится слово μώλωψ? — ушиб, синяк — εξέλικτρον — υδροσωλήνας — κοψαχείλης — ταπίστομα — συνεισφερόμενος — ωτακουστικός — ξοδεύτρα — ανατριχίλα — καπνίσματα — γούμενα — αηδονολάλητος — διαλλάττομαι — τουρλωτός — πενθώ — άρμα — κογχάριο — δικαστής — επίμαχα — εξακολουθητικώς — κυλίνδρισμα — εκλειγμα |
|||