|
το мужеподобная женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужеподобная женщина? — αντρογύναικο как с (ново)греческого переводится слово αντρογύναικο? — мужеподобная женщина — τροχονόμος — αμύριστος — εκατοστόγραμμον — εγκάρσιος — κυριαρχώ — φουντουκύς — εφιδρώνω — διφορούμαι — βλαστάνω — ακροσυνάπτω — αλληλοφαγώνομαι — χοιρομήριον — ευυποληψία — εκκριτικός — συνοδικός — γκαρδιακός — σμικρoς — παραβλάσταρο — ψήχω — σωληνοειδής — αντιμεταδίδω |
|||