|
η санскрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санскрит? — σανσκριτική как с (ново)греческого переводится слово σανσκριτική? — санскрит — πιστοχρεώνω — σαρκαστικός — ευερμήνευτος — σακαράκα — χεδροπά — επανασύνδεση — τσαγερί — αιματόρροια — σβανάρω — πολυξακουσμένος — ιματιοφυλάκιο — αναγκασμός — γαγγραινικός — ψαριανός — Πεντηκοστή — ελαφροκέφαλος — πάχτωμα — δαμινός — καταστολή — καρδιολόγος — κουζουλάδα |
|||