|
η женщина с мужским голосом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женщина с мужским голосом? — αρρενόφωνος как с (ново)греческого переводится слово αρρενόφωνος? — женщина с мужским голосом — αθόλωτος — συναλληλία — εύτηκτον — καθηκοντολογία — απλοχέρι — γοητεία — εξαέτις — κερασφόρος — οδυσσειακός — βαμβακοκάρυον — διαφιλονείκία — πόμπευμα — πολώνω — περίτρομος — αντικειμενοποιούμαι — ακροδένω — βαριαναστενάζω — φατσικά — αφούσκωτος — περι- — υλοζωιστής |
|||