|
η 1) вместительность; 2) восприимчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вместительность? — δεκτικότητα как на (ново)греческом будет слово восприимчивость? — δεκτικότητα как с (ново)греческого переводится слово δεκτικότητα? — вместительность, восприимчивость — μιασματικός — λαγών — αραίωση — βαυκάλημα — ενυπνίαση — ελάτης — έγχυμος — ινστιτούτο — αηδονοφωλιά — τεμπελόσκυλο — αμμωδία — τετραετής — κηπευτός — έπος — σόδημα — σέβας — εμπλουτίζω — νείδι — σπινθηροβόλος — λαφυραγώγία — αμνησιακός |
|||