|
το деньги; επεσε ~ — израсходовано, растрачено много денег; === έχεις χρήματα, έχεις πατήματα — погов. [phrase]без денег человек бездельник[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деньги? — χρήμα как с (ново)греческого переводится слово χρήμα? — деньги — κλότσος — γκάβρα — λογάτε — παραφροσύνη — εννιάημερα — απολιθώνω — ζιμπούνι — πρόχειρος — λύτρο — ψαλτός — σταλίδωμα — απόμερος — κανορινύ — μιμικός — δευτέρωμα — αναντίκρυστος — κρυφο- — κοροϊδευτής — πυριτιδοποιία — αποβιβάζω — πελούζα |
|||